- κεραιοῦχος
- κεραιοῦχος, ον,A = κεροῦχος 11: metaph., upholding the right, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεραιοῦχος — upholding the right masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραιοῦχον — κεραιοῦχος upholding the right masc/fem acc sg κεραιοῦχος upholding the right neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραιούχο — κεραιοῡχος, ον (Α) (κατά τόν Ησύχ.) 1. κερούχος, ο κερούχος κάλος, το σχοινί τής κεραίας 2. αυτός που αποδίδει το δίκαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραία + οῡχος (< ἔχω)] … Dictionary of Greek
κεραιούχου — κεραιοῦχος upholding the right masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερουλκός — ή, ό (Α κερουλκός, όν) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ναυτ. ο κερουλκός σχοινί χειρισμού τών κεραιών ιστιοφόρου, κν. μπράτσο 1. (για ζώα) αυτός που σύρει άροτρο με τα κέρατα 2. αυτός που σύρει, που τεντώνει κεράτινο τόξο («Τρῶες κερουλκοί», Σοφ.) 3.… … Dictionary of Greek